- φιλόμηλος
- -ον, Ααυτός που τού αρέσουν τα μήλα και, γενικά, τα φρούτα.[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + -μηλος (< μῆλον [Ι])].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Φιλόμηλος — fond of apples masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλόμηλος — fond of apples masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλόμηλον — φιλόμηλος fond of apples masc/fem acc sg φιλόμηλος fond of apples neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Филомел — (Φιλόμηλος) сын Феотима, из фокидского города Ледона, предводитель фокейцев в так назыв. Священной войне (см. Священные войны). Ф. погиб в 354 г. в битве при Неоне … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Φιλομήλου — Φιλόμηλος fond of apples masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλομήλου — φιλόμηλος fond of apples masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φιλομήλῳ — Φιλόμηλος fond of apples masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλομήλῳ — φιλόμηλος fond of apples masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φιλόμηλοι — Φιλόμηλος fond of apples masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλόμηλοι — φιλόμηλος fond of apples masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)